συστρέφω

συστρέφω
ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυστρέφω Α [στρέφω]
στρέφω κάτι γύρω από τον εαυτό του, τό στρίβω
αρχ.
1. (για ζώο) μαζεύομαι για να πηδήσω ή να επιτεθώ («συστρέφει ἑαυτὸν ὥσπερ θηρίον», Πλάτ.)
2. στρέφω κάτι απότομα
3. ενώνω, συνάπτω, συνδέω
4. συνάγω, περισυλλέγω («συστρέφειν αἷμα ἐς...», Ιπποκρ.)
5. καθιστώ κάτι σκληρό, συμπαγές («τὸ ψυχρὸν συστρέφον καὶ συσφίγγον», Αθήν.)
6. (σχετικά με τις τρίχες τού κεφαλιού) σγουραίνω
7. (σχετικά με λόγο) συμπυκνώνω το νόημα, την έκφραση
8. (κατ' επέκτ.) (με κακή σημ.) έχω ύφος λόγου περίπλοκο, στρυφνό
9. μέσ. συστρέφομαι
α) (για σώμα στρατιωτών) πυκνώνω, σχηματίζω φάλαγγα
β) συνωμοτώ («παρακελευσάμενος ὅπως ξυστραφέντες και κοινή βουλευσάμενοι καταλύσουσι τὸν δῆμον», Θουκ.)
γ) (για σωματικό υγρό) συγκεντρώνομαι στο ίδιο σημείο
10. φρ. α) «συνεστραμμένη χείρ» — γροθιά (Σωρ.)
β) «συστρέφω ἑμαυτόν»
(για σώμα στρατιωτών) πυκνώνω για να επιτεθώ ή να αμυνθώ (Ηρόδ.)
γ) «συστρέφειν ἐπὶ δόρυ» — στρέφω προς τα δεξιά (Ξεν.)
δ) «συνεστραμμένα ξύλα» — ξύλα με κόμβους (Θεόφρ.)
ε) «πῡρ συνεστραμμένον» — φωτιά που δεν βγάζει καπνό (Επίκ.)
στ) «συστρέψας γράφω» — γράφω εν συντομία (Αισχίν.)
ζ) «συστρέφω τὸν αὐχένα» — στριφογυρίζω προσπαθώντας να ελευθερωθώ (Εύπ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συστρέφω — twist up pres subj act 1st sg συστρέφω twist up pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεστραμμένα — συστρέφω twist up perf part mp neut nom/voc/acc pl συνεστραμμένᾱ , συστρέφω twist up perf part mp fem nom/voc/acc dual συνεστραμμένᾱ , συστρέφω twist up perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστρέφετε — συστρέφω twist up pres imperat act 2nd pl συστρέφω twist up pres ind act 2nd pl συστρέφω twist up imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστρέφῃ — συστρέφω twist up pres subj mp 2nd sg συστρέφω twist up pres ind mp 2nd sg συστρέφω twist up pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστρέψω — συστρέφω twist up aor subj act 1st sg συστρέφω twist up fut ind act 1st sg συστρέφω twist up aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστρέψῃ — συστρέφω twist up aor subj mid 2nd sg συστρέφω twist up aor subj act 3rd sg συστρέφω twist up fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνεστραμμένον — συστρέφω twist up perf part mp masc acc sg συστρέφω twist up perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυστρέψαντα — συστρέφω twist up aor part act neut nom/voc/acc pl συστρέφω twist up aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεστραμμέναι — συστρέφω twist up perf part mp fem nom/voc pl συνεστραμμένᾱͅ , συστρέφω twist up perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεστραμμένον — συστρέφω twist up perf part mp masc acc sg συστρέφω twist up perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”